"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

24 Απρ 2017

Ο Κορμός - Η απειλή της κενολογίας

Πηγή:http://www.macroskopio.gr/el/o-kormos
Είναι εκπληκτικό το ότι στην Ελλάδα της Κρίσης με τα μύρια όσα προβλήματα και απειλές για τον καθένα μας ανεξαιρέτως, το FaceBook αντί να αποτελεί μέσο επικοινωνίας και ανταλλαγής απόψεων, έχει καταντήσει να χρησιμοποιείται ως Αυτολογοκριμένη Αερολογία με ευθύνη αποκλειστικά και μόνο των χρηστών του.
Ποστάρουμε σε ένα μεγάλο ποσοστό ασημαντότητες και άλλα αντ’ άλλων να αγαπιόμαστε, ενώ η χώρα βυθίζεται και ο διάλογος αν μη τι άλλο είναι πιο απαραίτητος από ποτέ στο παρελθόν.
Σαν επιδημία έχει πέσει πάνω μας η μανία των σχολιασμών περί ανέμων και υδάτων, γευμάτων και χαρωπών ‘αυτό-φωτογραφήσεων’. Και άντε στις μικρές ηλικίες είναι φυσιολογικό. Ας γλιτώσουμε τους εφήβους από τη στεναχώρια της πραγματικότητας.
Οι μεγαλύτεροι όμως; Όλοι εμείς που βιώνουμε την απώλεια του βιοτικού επιπέδου;
Πόσο πιο φοβισμένοι ατομικιστές, εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό μας μπορούμε να γίνουμε τελικά;
Αναρωτιέμαι αν έχει πάτο το βαρέλι της εσωστρέφειάς μας σε μια κοινωνία που ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ πως είναι εξωστρεφής.
Το παρήγορο είναι πως δεν είμαστε οι μόνοι στρουθοκαμηλίζοντες της πρόσφατης ιστορίας μας.
Έχουμε παράδοση σε αυτά, καθώς αυτή η ατραπός θυμίζει το τι συνέβαινε και πριν την καταστροφή της Σμύρνη, όπου με φρου φρου και αρώματα και μικροαστική επιφανειακότητα οι προπάπποι μας και οι προγιαγιάδες μας ξόρκιζαν τον Φόβο.
...κάτι είναι κι αυτό, κρατάμε την παράδοση στο ύψος της.
...και έτσι ξέρουμε από πριν και την κατάληξή μας και δεν αγχωνόμαστε για το τι θα συμβεί.
...έχει μια σοφία αυτό μέσα του.
Βέβαια και τότε πίστευαν ότι ο καθένας με τα λεφτά του, τις γνωριμίες του και τα κονέ του θα βρει μια άκρη. Έτσι οικογενειακά για τους δικούς του ανθρώπους, θα έβρισκε τη διέξοδο.
"...κανείς δε χάνεται τζιέρι μου...", λέγαν οι Σμυρνιές στους μοσχαναθρεμμένους τους.
"...κανείς δε χάνεται, τίποτα δε θα γίνει…"
Και τότε υπήρχε διχασμός και εσωτερικές συγκρούσεις για τα πολιτικά ιδεολογήματα και μια υφέρπουσα ναρκισσιστική αισιοδοξία.
Και τότε οι Πολιτικοί κοιτούσαν την επιβίωσή τους στον Πολιτικό στίβο κοντόφθαλμα, συμπεριφερόμενοι «ευφυώς» με τακτικισμούς χωρίς Εθνική Στρατηγική.
Όταν κάποια στιγμή άρχισε το κακό, τότε το πληρώσανε όλοι ανεξαιρέτως και καθολικά είδανε την κόλαση επί γης, ενώ ήτανε αργά να ξυπνήσουν από τον αυτάρεσκο ύπνο τους.
Οι «ευέλικτοι» και «ευφυείς» αστοί που είχαν το ένα πόδι στα καλούδια της μακραίωνης ομολογουμένως αστικής τους καταγωγής - επίσημα πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κατέρρεε - και το άλλο πόδι βουτηγμένο στη Μεγάλη Ιδέα, κάνανε τις κινήσεις τους πορευόμενοι τη μέση οδό.
Έτσι και τώρα, λίγοι συνομιλούν ... ενώ η φωτιά ζυγώνει. Και οι πολλοί πορεύονται τη μέση οδό της ευελιξίας και της πολιτικής ορθότητας.
…και τώρα για μια φορά ακόμη το μήνυμα «να κοιτάς την οικογένειά σου και άσε τους άλλους», συνδυασμένο με μπόλικη φοβικότητα πασπαλισμένη με περίσσια πονηριά, μας οδηγεί στην ίδια κατιούσα!
Υπάρχει, όμως, μια τρομακτική διαφορά σε σχέση με το παρελθόνΟ Ελληνισμός πάντοτε άνθιζε ξανά από τα κλαδεμένα του κλαριά. Έβρισκε τρόπους να αναζωογονηθεί.
ΤΩΡΑ δεν υπάρχουν κλαδιά για να κοντύνουν άλλο.
ΤΩΡΑ θα την πληρώσει ο κορμός, μια κι έξω.
Ο ίδιος κορμός που αρνείται να συνομιλήσει ψύχραιμα, με αλληλοσεβασμό και ειλικρίνεια στα Μέσα κοινωνικής Δικτύωσης, είναι αυτός που θα υποστεί τις επιπτώσεις της αυτολογοκριμένης του κενολογίας.
Θα είναι χαράματα όταν θα κληθούμε να ωριμάσουμε 3 γενιές μέσα σε λίγες ώρες.
…ένα αλλόκοτο πρωινό όταν θα ακούσουμε την πρώτη τσεκουριά…

17 Απρ 2017

Κάποιοι καλλιτέχνες δεν «φεύγουνε ποτέ»


Νίκος Παπάζογλου (20 Μαρτίου 1948 – 17 Απριλίου 2011)
Γράφει ο Θάνος Τεγόπουλος, Πηγή: http://www.mousikesebeeries.gr/
Κάποιοι καλλιτέχνες δεν «φεύγουνε ποτέ» . Το έργο που αφήνουνε πίσω τους είναι τέτοιο που ο κόσμος είναι ο μοναδικός κριτής που ή θα το αφήσει να ξεχαστεί  ή θα το κουβαλάει για ΠΑΝΤΑ μέσα στο πέρασμα των χρόνων.
Στη χώρα μας έχουμε αρκετούς από αυτούς που λέμε πως δεν πέθαναν ποτέ. Είναι για πολλούς που λέμε ΑΘΑΝΑΤΟΣ. Ένα από αυτούς θα είναι πάντα ο Νίκος Παπάζογλου.
Όλα άρχισαν το 1977 όταν ο Νικόλας  συμμετέχει στην παράσταση “Αχαρνής ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια”, γεγονός που τον φέρνει σε επαφή με τους Διονύση Σαββόπουλο και Μανώλη Ρασούλη. Ένα χρόνο αργότερα ο Νικόλας, ο Σαββόπουλος και ο Νίκος Ξυδάκης δημιουργούν αυτό που έμελλε να αφήσει σφραγίδα στη νεοελληνική μουσική σκηνή, το δίσκο “Η εκδίκηση της Γυφτιάς” με την χαμογελαστή εικόνα του Νίκου σε πρώτο πλάνο.
Το 1984 ηχογραφεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο με τίτλο «Χαράτσι». Εκεί μας έμαθε να μπαίνουμε μέσα τον «Υδροχόο» μας είπε πως με «Το τραγούδι , με το κράσι» μπορούμε να ζούμε όλα μας τα συναισθήματα και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μας έμαθε έναν ακόμα λόγο γιατί ο «Αυγουστός» είναι ο καλύτερος μας μήνας. Αύγουστος έιναι το τραγούδι του Νικόλα όπως είπε και στο καλαντάρι ο Παντελής. Μας είπε πως υπάρχει «Λεμόνι στην Πορτοκαλιά» και εμείς τον πιστέψαμε και μας άρεσε κιόλας. Μας τραγούδησε για κάποια «Τρελή και αδέσποτη», μας έκανε να σηκώσουμε το κεφάλι μας προς τον ουρανό για να δούμε το «’Αστρο του Πρωινού». Έφερε τα πάνω-κάτω και τα μπρός-πίσω. Εδώ «Φύσηξε Βοριάς από τον Νοτία» στα άλλα θα κόλλαγε…. Ακόμα και εκεί στην αγαπημένη του πόλη ο «Βαρδάρης φύσηξε λες και ήτανε μόνο και μόνο για τον Νικόλα και καθάρησε τα πάντα».
Το 1986 «Μέσο Νεφών» μας τραγούσε για την αγάπη και μας είπε «πως ένα και ένα κάνουν τελικά ένα» και μας έβαλες σε σκέψεις και εκεί που ήμασταν απόλυτοι βέβαιοι πως ο χρόνος είναι σκληρός σαν πέτρα και αλύγιστος, αυτός μας βρήκε την ρωγμή του και μας πήγε από  «του Διογένη το πιθάρι ως του Ουλιάνωφ το μειδίαμα.»
«Μάτια μου μάτια μου λιμνοθάλασσες καθρέφτες να περνάς, να κοιτάς και να βλέπεις ποιοι είν’ οι φταίχτες». Το 1991 μας έκανε με τα «Σύνεργα» να τον κοιτάμε στα μάτια με καθαρό και κρυστάλλινο βλέμμα. Βεβαια ήξερε πάντα να μιλάει σε αυτήν και να της λέει τα πράγματα με το όνομα τους «Δεν θέλω να’ μαστε ούτε φίλοι, ούτε εχθροί θέλω απλά να μην θυμάμαι».
Το 1995 στον δίσκο «Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα» μας «ενημέρωσε» πως «δεν είναι ποιητής αλλά στιχάκι». Ένα στιχάκι της στιγμής πάνω σε τοίχο φυλακής και σε παγκάκι.
Μας τραγούδησε και για τον χωρισμό όταν το 2005 στη «Μάγισσα σελήνη»μας είπε πως «ο μαύρος χωρισμός είναι απόφαση του ενός» και μας εξήγησε πως το μοναδικό που μετράει τελικά σε αυτή τη ζωή είναι εκείνες οι «Στιγμές», για «εκείνες τις τρυφερές και λεπτές, σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι, σε γυρνούν απαλά, σε μεθούν σιωπηρά, σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι.»
Μας τραγούδησε για την πατρίδα μας και φώναξε περίτρανα «Αχ Ελλάδα Σ’ αγαπώ και βαθιά σε ευχαριστώ».
Τώρα πια «Κανείς εδώ δεν τραγουδά κανένας δεν χορεύει ακούμε μόνο την πενιά και ο νους μας ταξιδεύει».
Μετά από μάχη που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο ο μεγάλος τραγουδοποιός στα 63 του χρόνια πέρασε στην αιωνιότητα. Τα μισά από τα καλύτερα τραγούδια που ακούσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν δικά του. Δημιούργησε «σχολή» με το ύφος του, τη γνωστή σχολή της Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για τον τύπο με το κόκκινο μαντήλι, τον «ινδιάνο» της ελληνικής μουσικής, Νίκο Παπάζογλου.
…. και όσο για τους Μάγκες. Υπάρχουν μάγκες Νικόλα αλλά είστε όλοι εκεί πάνω.
…Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο

κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα

κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.

7 Απρ 2017

Από τον κοινοβουλευτισμό στη λαοκρατία

John Trumbull (1756-1843), The Signing of the Constitution
Του Κώστα Μποτόπουλου, από το e κύκλος
Η πρόσφατα ανακοινωθείσα «πρόταση» της κυβερνώσας παράταξης για τη συνταγματική αναθεώρηση δεν πρέπει να εκπλήσσει. Διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του τρόπου πολιτεύεσθαι του κόμματος από το οποίο προέρχεται:
- την ατυπία - εξ ου και τα εισαγωγικά στη λέξη «πρόταση», η οποία δημοσιοποιήθηκε ξαφνικά, ως προϊόν εσωτερικής «Επιτροπής» αγνώστων λοιπών στοιχείων και με σκοπό όχι να κατατεθεί στη Βουλή, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά να τεθεί σε «λαϊκή διαβούλευση» μη προβλεπόμενη και χωρίς κανένα νομικό κύρος
- την προχειρότητα – εκτείνεται εφ’όλης της ύλης κι ακόμα παραπάνω (ως και την αρίθμηση των άρθρων του Συντάγματος αγγίζει για λόγους εντυπωσιασμού)· αλλάζει, ως μη όφειλε, όχι μόνο την «αρχιτεκτονική» αλλά και τις ισορροπίες της πολιτειακής τάξης βρίθει «προτάσεων» ατελών και ανεπεξέργαστων («να τεθεί σε δημόσιο διάλογο το ερώτημα για την αποτελεσματική λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών», «πληρέστερη διατύπωση των άρθρων για την προστασία της υγείας», «ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών οργάνων και των ΟΤΑ», «πρόβλεψη για ανακατανομή του πλούτου προς επίτευξη πραγματικής ισότητας», «ενίσχυση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Βουλής», «διασάφηση του τρόπου ελέγχου των δημοσίων οικονομικών από το Ελεγκτικό Συνέδριο» κι άλλα παρόμοια)· αγγίζει θέματα εκτός συνταγματικής ύλης ή ήδη ρυθμιζόμενα (καθιέρωση εκλογικού συστήματος, προσδιορισμός θητειών βουλευτών, ρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των κομμάτων, πρόβλεψη, που υπάρχει ήδη, για την ψήφο των εκτός Επικρατείας Ελλήνων)· έχει υπερβολικά πολλές κακοτεχνίες, στις οποίες αναγκαστικά θα επανέλθω.
- τον συγκρουσιακό χαρακτήρα –τον οποίο όχι μόνον διεκδικεί προγραμματικά με την περίφημη δήλωση των μελών της Επιτροπής, ότι, «ως προς τα κρίσιμα διλήμματα η αναθεώρηση δεν μπορεί να είναι συναινετική», αλλά και πραγματώνει μέσα από προτάσεις επί των οποίων εξαρχής γνωρίζει ότι δεν μπορούν να τύχουν της παραμικρής πολιτικής και επιστημονικής συναίνεσης. Παρά το ότι η ίδια η φύση του αναθεωρητικού διαβήματος αλλά και η κατάστρωσή του στο ελληνικό Σύνταγμα είναι, και καλώς είναι, κατεξοχήν συναινετική
- την επικινδυνότητα, τέλος, αφού τον πυρήνα της αποτελούν «προτάσεις», τις οποίες ας μου επιτραπεί να αποκαλέσω «μπολιβαριανές», που, αν ποτέ υλοποιούνταν, θα μετέτρεπαν το πολίτευμά μας από κοινοβουλευτικό σε ένα είδος κακοχωνεμένης λαοκρατίας.
Αναλυτικά τις «προτάσεις» θα χώριζα σε τρεις άνισες κατηγορίες: συζητήσιμες, κακότεχνες και «μπολιβαριανές».
Στις πρώτες θα κατέτασσα την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, του οποίου μάλιστα ο ίδιος ο τύπος περιέχεται εντός του Συντάγματος, για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους βουλευτές (άρθρα 33 και 59 και όχι 13, όπως αναφέρει η «πρόταση»)· τη σύσταση εξεταστικών Επιτροπών με πρόταση και μειοψηφίας 120 βουλευτών΄ την σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής διάρκεια της επόμενης Βουλής μόνο για το διάστημα που απέμενε για την ολοκλήρωση πλήρους θητείας της πρόωρα διαλυθείσας την «κανονικοποίηση» του τρόπου δίωξης των Υπουργών (άρθρο 86), που αποτελεί ώριμο και γενικό αίτημα, γύρω από το οποίο θα μπορούσε να βρεθεί, παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης, συναίνεση· και, με κάποιες επιφυλάξεις, την ιδέα περί «εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας» (άρθρο 84), καθώς και τη συγκέντρωση υπογραφών από τους πολίτες για τη εισαγωγή νομοθεσίας στη Βουλή, χωρίς βέβαια τα σχετικά «νομοθετικά δημοψηφίσματα». Λίγες διατάξεις και σε ζητήματα όχι πρώτης γραμμής, τέτοια που να δικαιολογούν ένα ολόκληρο αναθεωρητικό διάβημα.
Κακότεχνη, και υποκρύπτουσα αδικαιολόγητη ατολμία, είναι η πρόταση για την –«πλήρη» μάλιστα- «διακριτότητα» (sic) Κράτους και Εκκλησίας δια μέσου «αναγνώρισης της ορθοδοξίας ως ιστορικά επικρατούσας θρησκείας»: ούτε ο όρος «ιστορικά επικρατούσα» έχει το παραμικρό κανονιστικό περιεχόμενο (η κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος «επικρατούσα θρησκεία» έχει οδηγήσει σε οιονεί κρατικό ρόλο, τον οποίο η προσθήκη της λέξης «ιστορικώς» ουδόλως θα επηρέαζε), ούτε η υπαναχώρηση ενός «Αριστερού», κατά δήλωση του, κόμματος από την πάγια θέση του περί πλήρους εξάλειψης της αναφοράς σε επικρατούσα θρησκεία δικαιολογείται με κριτήρια άλλα από το πολιτικό κόστος, τη ψηφοθηρία και τον κατευνασμό του ήσσονος κυβερνητικού εταίρου.
Κακότεχνες, και γενεσιουργοί πολιτειακής αλλοίωσης, είναι οι προτεινόμενες «ενισχύσεις» των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ας δεχτούμε ότι θα είχε κάποιο νόημα (αν και, ως επαναφορά καταργηθεισών «υπερεξουσιών», θα έδιναν, κατά τη γνώμη μου, αρνητικό πολιτικό συμβολισμό) η δυνατότητα απεύθυνσης στη Βουλή, σύγκλησης του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών (την οποία πάντως η ανυπαρξία σχετικής διάταξης δεν έχει εμποδίσει την περίοδο της κρίσης) και, ίσως, και «έκδοσης» (sic) διαγγελμάτων. Όμως ο διορισμός εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας (και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα) της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, των ανεξαρτήτων αρχών, καθώς και η ανάμιξη του στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων θα του προσέδιδαν προνομίες όχι πλέον ρυθμιστή αλλά «πολιτικού παίκτη» -αυτές ακριβώς που κατάργησε, και ορθώς, η αναθεώρηση του 1986. Η ενίσχυση αρμοδιοτήτων πρέπει να ειδωθεί σε συνδυασμό με τον προτεινόμενο τρόπο εκλογής του Προέδρου, που τύποις περνά από δύο προσπάθειες εκλογής από τη Βουλή, αλλά στην πράξη θα οδηγούσε πάντα σε απευθείας εκλογή από το λαό, αφού στη Βουλή απαιτείται σταθερή πλειοψηφία δύο τρίτων, ενώ και το ίδιο το αντιπροσωπευτικό σώμα δεν θα ρίσκαρε ποτέ να κατηγορηθεί ότι στάθηκε εμπόδιο στη «λαϊκή έκφραση». Με όλα αυτά είναι βέβαιο ότι ο Πρόεδρος θα (ξανα)γινόταν ένας ισχυρός και αυτόνομος πόλος της εκτελεστικής εξουσίας –και ένας ακόμα Καραμανλής θα δικαιωνόταν αναδρομικά από μια «Αριστερή» κυβέρνηση.
Κακότεχνη, και εντελώς αλλοπρόσαλλη, είναι και η κατάστρωση ενός νέου τύπου ελέγχου συνταγματικότητας, που συνδυάζει, ή μάλλον συγχέει, στοιχεία «προληπτικού» (αλλά μόνο σε γνωμοδοτικό επίπεδο) και κατασταλτικού (από ένα «Σούπερ Ανώτατο» αλλά υπό τη πλήρη επιρροή του Προέδρου της Δημοκρατίας Δικαστήριο), όπως επίσης και «διάχυτου» (τύποις η αρμοδιότητα θα παρέμενε σε όλα τα δικαστήρια αλλά αυτά θα υποχρεούνταν να παραπέμπουν ζητήματα συνταγματικότητας στο «Σούπερ» Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) και συγκεντρωτικού ελέγχου. Η κυβερνητική «πρόταση», μη παίρνοντας θέση στο μόνο ουσιαστικό δίλημμα: διατήρηση του διάχυτου ελέγχου η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, πετυχαίνει το ακατόρθωτο: να αποδυναμώσει το ισχύον και, τουλάχιστον ως την έναρξη της κρίσης, μάλλον αποτελεσματικό σύστημα, χωρίς να εγκαθιδρύσει ένα άλλο που να απαντά στο αίτημα ταχύτητας και καθαρότητας. Αντίθετα: το υβρίδιο που προτείνει θα δημιουργούσε πλήρη ανασφάλεια δικαίου.
Πιο επικίνδυνες από όλες όμως είναι οι «μπολιβαριανές» διατάξεις που περιέχονται στην κυβερνητική «πρόταση». Ο συνδυασμός θεσμοποίησης της απλής αναλογικής και δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με «ψήφο εμπιστοσύνης» (αντίθετης στην αρχή της δεδηλωμένης) 120 μόνο βουλευτών θα οδηγούσε νομοτελειακά σε ακυβερνησία –και άρα σε συνεχείς εκλογές και άρα σε διαρκή καταφυγή στη «λαϊκή βούληση». Από την άλλη, η υπερφόρτωση του θεσμού του δημοψηφίσματος και η διάχυση του σε πεδία μη συμβατά με δημοψηφισματικού τύπου αποφάνσεις -την ανάκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, την κύρωση των διεθνών συνθηκών και την επικύρωση της συνταγματικής αναθεώρησης-, σε συνδυασμό με την υποχρεωτικότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για εθνικά και νομοθετικά θέματα μέσω συγκέντρωσης ενός ορισμένου αριθμού υπογραφών, αναδεικνύουν τη λαοκρατική, αν όχι οχλοκρατική, αντίληψη της παρούσας κυβέρνησης. Λιγότερο προφανείς, αλλά στην ίδια, κατά τη γνώμη μου, κατεύθυνση, είναι και προτάσεις γαργαλήματος των «λαϊκών» αντανακλαστικών, όπως η πλήρης κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας (άλλο να είναι υπόλογοι οι βουλευτές, άλλο να δίνονται βορά στους ζηλωτές και στο πλήθος), η υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι πάντα εν ενεργεία βουλευτής (ενώ σημασία έχει η επιλογή προσώπου εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος ή συνασπισμού και η εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής στο υποδεικνυόμενο πρόσωπο), ή η δήθεν προστασία «δημόσιων αγαθών» ή «εργασιακών δικαιωμάτων» με τη μόνη εγγραφή τους στο Σύνταγμα (λες και δεν είναι ήδη συνταγματική υποχρέωση της κάθε κυβέρνησης να προστατεύει, μέσω σταθμίσεων και επιλογών, και τα μεν και τα δε).
Με αυτή τη σειρά «προτάσεων», η ευθύνη φεύγει από τα εκλεγμένα όργανα της Πολιτείας και μετατίθεται διαρκώς στο λαό, ακόμα και για απολύτως τεχνικά θέματα, ακόμα και για δύσκολες πολιτικές σταθμίσεις που δεν χωρούν σε ένα Ναι ή ένα Όχι. Θα ήθελαν να μας γυρίσουν σε εποχές «δημοψηφισμάτων» όπως αυτά του προηγουμένου Αρχιεπισκόπου (που κι εκείνος είχε συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο υπογραφές για ένα ζήτημα που θα μας έστελνε στα διεθνή δικαστήρια) με το βλέμμα στραμμένο στον Τσάβες και στα κακέκτυπά του.
Από τη Δημοκρατία της ευθύνης, της εθνικής συνεννόησης και των δύσκολων αλλά στιβαρών αποφάσεων υπέρ του γενικού συμφέροντος, η κυβερνητική πρόταση θα οδηγούσε σε μια Δημοκρατία λαϊκιστικής επίφασης και ακυβερνησίας. Παρόλο που το πολιτικό αυτό σχέδιο δεν θα υλοποιηθεί, το πλήγμα που έχει επιφέρει στο Σύνταγμα και τους θεσμούς είναι ήδη βαρύ.