"Όσο αυξάνεται η γνώση μειώνεται το εγώ, ενώ όσο μειώνεται η γνώση αυξάνεται το εγώ!"

31 Ιαν 2014

Οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης δεν είναι αυτοί που διαμαρτύρονται


Του Μάνου Ματσαγγάνη.

Όλες οι κρίσεις, ακόμη και οι πιο οδυνηρές, κάποτε τελειώνουν (μερικές φορές από καθαρή εξάντληση). Φαίνεται ότι αυτό πρόκειται να συμβεί και στη δική μας περίπτωση. Το 2014 ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι κοντά στο 0%. Αφορμή για θριαμβολογία; Σίγουρα όχι.

Αλλά μετά από 6 συνεχή έτη σωρευτικής μείωσης του εθνικού εισοδήματος της τάξης του 23%, το 0% είναι ένα είδος προόδου. Όλα δείχνουν ότι σύντομα τα χειρότερα θα είναι πίσω μας. Η στιγμή είναι κατάλληλη για έναν απολογισμό. Και για έναν αναπροσανατολισμό. Τι ακριβώς μας συνέβη τα τελευταία χρόνια, πού βρισκόμαστε τώρα, προς τα πού πάμε, προς τα πού πρέπει να πάμε.

Το θέμα ασφαλώς δεν εξαντλείται σε μια εκδήλωση, ή  χωρίς να εξαντληθεί το ακροατήριο, ούτε πολύ περισσότερο στα 10’ της ομιλίας μου. Θα μείνω στα βασικά.

1. Ας ξεκινήσω από αυτό που μου φαίνεται το κρισιμότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έγινε πιο άνιση και φτωχότερη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ομάδας μας στο πανεπιστήμιο, το 2013 14% των συμπολιτών μας είχαν τόσο χαμηλό εισόδημα που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν ένα βασικό καλάθι αναγκαίων αγαθών χωρίς να ανατρέξουν σε αποταμιεύσεις του παρελθόντος, ή να δανειστούν, ή να αφήσουν απλήρωτους λογαριασμούς. Το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2%.

Ποιοι είναι οι μεγάλοι χαμένοι της κρίσης; Όχι αυτοί που διαμαρτύρονται (εργαζόμενοι Δημοσίου και ΔΕΚΟ, αγρότες, δικαστές, ένστολοι κτλ). Αλλά αυτοί που προσπαθούν να επιβιώσουν χωρίς δουλειά, χωρίς επίδομα, συχνά χωρίς περίθαλψη: (οικογένειες ανέργων, συχνά με παιδιά, που ζουν στις πόλεις). Αυτό είναι το «νέο κοινωνικό ζήτημα». Η διαιώνιση του δεν υπονομεύει μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά επίσης την πολιτική σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης.

Πράγματι, ακόμη και με τα καλύτερα σενάρια για την οικονομία, η υψηλή ανεργία και η μεγάλη φτώχεια θα είναι μαζί μας για καιρό. Εάν δεν κάνουμε αυτό που πρέπει σήμερα, τα φτωχά παιδιά που σήμερα πηγαίνουν πεινασμένα στο σχολείο αύριο θα μένουν πίσω στα μαθήματα, μεθαύριο θα ψάχνουν για δουλειά χωρίς να έχουν προσόντα, και έτσι θα είναι άνεργοι ή χαμηλόμισθοι, και θα παραμένουν φτωχοί, οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, που πρέπει να σπάσει.

Το πώς θα σπάσει είναι δύσκολο ερώτημα, αλλά απαντήσεις υπάρχουν. Απλώς, πρόκειται για μια συζήτηση που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει πολλούς. Ίσως επειδή πολλοί νομίζουν ότι η φτώχεια είναι το αναγκαίο τίμημα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, και πολλοί άλλοι ότι για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια θα πρέπει πρώτα να εξεγερθούμε μαζικά κατά της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Και οι μεν και οι δε κάνουν τραγικό λάθος – και το λάθος αυτό, παρά τη ρητορική (και ίσως τις προθέσεις), το πληρώνουν οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι νέοι.

2. Μεταξύ 2008q2 και 2013q2 χάθηκαν 950 χιλιάδες θέσεις εργασίας: 400+ χιλιάδες σε ηλικίες κάτω των 30, άλλες 350+ χιλιάδες στην ομάδα 30-44 ετών. Σχεδόν τα 2/3 άνδρες, αλλά οι γυναίκες είχαν ήδη χαμηλά ποσοστά απασχόλησης (που τώρα είναι ακόμη χαμηλότερα).

Πού θα βρουν δουλειά όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Με τι εισοδήματα; Εάν σύντομα η ελληνική οικονομία δεν αρχίσει να δημιουργεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, τότε η ανάκαμψη δεν θα είναι βιώσιμη (και το «νέο κοινωνικό ζήτημα» θα επιδεινώνεται διαρκώς και αυτό).

Παρακολουθώ με δυσπιστία τη συζήτηση για το «αναπτυξιακό σχέδιο» που χρειάζεται η χώρα. Ίσως επειδή είδα τι απέγιναν τα προηγούμενα τέτοια σχέδια: στην κατασπατάληση τεράστιων κονδυλίων (κοινοτικής κυρίως προέλευσης).

Δεν εννοώ ότι το πρόβλημα θα το λύσει η αγορά, και ότι το μόνο που μπορεί να κάνει το κράτος είναι να μειώσει τους φόρους. Αντίθετα, πιστεύω ότι η δημόσια πολιτική μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο στην αναπτυξιακή απογείωση της χώρας. Αρκεί να κινηθεί εντελώς διαφορετικά από ό,τι μέχρι σήμερα.

Πώς ακριβώς; Είπε μερικά πράγματα ο Τάσος Γιαννίτσης (ο οποίος έχει γράψει περισσότερα στο εξαιρετικό βιβλίο του). Άλλες πολύτιμες ιδέες έχουν διατυπωθεί από άλλους (π.χ. από τον Αρίστο Δοξιάδη, στο επίσης εξαιρετικό δικό του βιβλίο). Θα ήθελα να προσθέσω μόνο μια σκέψη.
Δεν μπορούμε να κάνουμε μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο, και δεν πρέπει – παρότι μια λελογισμένη μεταφορά πόρων και θέσεων εργασίας από οργανισμούς χωρίς αντικείμενο σε δυναμικούς κλάδους του δημοσίου (όπως είναι η φροντίδα παιδιών) θα ήταν καλή ιδέα. Η μόνη μας ελπίδα είναι να ανθίσουν χιλιάδες επιχειρήσεις, που πολλές θα είναι καινούριες και μικρές, και οι οποίες μετά να μεγαλώσουν.

Η δουλειά της πολιτικής δεν είναι να μαντέψει σε ποιους τομείς θα συμβεί αυτό. Είναι να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία νέοι άνθρωποι με ιδέες και όρεξη για σκληρή δουλειά μπορούν να πάνε μπροστά, ακόμη και όταν δεν έχουν «τις κατάλληλες γνωριμίες».
Πίσω από αυτό τον στόχο, εάν πράγματι τον πάρουμε στα σοβαρά, βρίσκεται ένα ολόκληρο πρόγραμμα δημόσιας πολιτικής: για τη σύνδεση της έρευνας και της εκπαίδευσης με την παραγωγή, για τη ρύθμιση των αγορών, για τη φορολογία, για τη δημόσια διοίκηση. Και για τη διαπλοκή – με την έννοια ότι θα πρέπει να πάψει να υπάρχει.

3. Όπως και το 2010, το μόνο ζήτημα για το οποίο έχει νόημα η πολιτική αντιπαράθεση είναι πώς θα κινηθούμε με τον επιτυχέστερο τρόπο μέσα στα στενά δημοσιονομικά περιθώρια.
Σε «στενά δημοσιονομικά περιθώρια» επειδή είτε με Μνημόνιο είτε χωρίς, αυτά θα ορίζουν το εξωτερικό περιβάλλον στο οποίο κινείται η οικονομία μας.

Με τον «επιτυχέστερο τρόπο» δηλ. με ευρεία συναίνεση για τις μεταρρυθμίσεις, με δίκαιη κατανομή των θυσιών της εποχής της κρίσης, θέτοντας τις βάσεις για την δίκαιη κατανομή των οφελών της εποχής της ανάκαμψης.

Είναι προφανές ότι η συλλογική αποτυχία του πολιτικού συστήματος είναι ότι αυτό μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί ούτε στο παραμικρό. Και όταν λέω «του πολιτικού συστήματος» εννοώ όλου: κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα, επιχειρηματικές οργανώσεις και μέσα ενημέρωσης.
Είναι μάλλον περιττό να σημειώσω ότι αυτή ακριβώς η αποτυχία του πολιτικού συστήματος έχει πυροδοτήσει τις «αντισυστημικές» αντιδράσεις, την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς, τον αντικοινοβουλευτισμό, τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό, την ξενοφοβία.

4. Τι να κάνουμε;

Δεν είναι δική μου δουλειά να πω σε εσάς τι πρέπει να κάνετε. Προφανώς ο καθένας θα κάνει αυτό που θα τον φωτίσει ο Μεγαλοδύναμος (ή μάλλον η συνείδησή του). Μπορώ να σας πω τι κάνω εγώ, ή μάλλον τι κάνουμε εμείς, η λεγόμενη «Πρωτοβουλία των 58» για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς – αλλά για αυτό θα έχουμε την ευκαιρία να τα ξαναμιλήσουμε.
Ελπίζω μόνο ότι οι νέοι άνθρωποι, και οι πιο ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας μας, θα μπορέσουν να αντισταθούν σε όσους τους υπόσχονται εύκολες λύσεις, και ταυτόχρονα να ξεπεράσουν την αποστροφή που τους προκαλεί η εκτεταμένη διαφθορά, τα πελατειακά δίκτυα, η διαπλοκή πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων – η «κακή πολιτική». Ώστε μετά να βρουν έναν θετικό και δημιουργικό τρόπο να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί,  ανακαλύπτοντας (ή μάλλον επινοώντας από την αρχή) την «καλή πολιτική». Θα είναι ένα θαύμα εάν τα καταφέρουν, αλλά αυτό το θαύμα χρειαζόμαστε για να σωθούμε.

27 Ιαν 2014

Ο «Κανένας», ο «Δεν» και ο «Αλλού»

Του Σταύρου Θεοδωράκη, από τους protagon.gr
Αυτοί που θα ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή, είναι περισσότεροι από αυτούς που θα ψήφιζαν Νέα Δημοκρατία. Και αυτό δεν περιμένουμε να μας το πουν οι δημοσκόποι. Ούτε θέλουμε δημοσκόπηση για να καταλάβουμε ότι το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, όπως και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες εξαφανίζονται σιγά-σιγά από τον πολιτικό χάρτη. Τα κόμματα αυτά υπάρχουν πια μόνο χάρη των τηλεοπτικών παραθύρων. Και με όλο το σέβας στους σκληρά εργαζόμενους πρωινούς εκπομπάρχες, νομίζω ότι το θέαμα είναι πια αστείο. Κάθε πρωί ένας ΑΝΕΛ μαλώνει με έναν ΠΑΣΟΚ για το Καστελόριζο ή τον Άκη ενώ ένας ΔΗΜΑΡ μονολογεί ότι όλα θα ήταν αλλιώς στη χώρα αν ο Σαμαράς δεν έκλεινε την ΕΡΤ… Λυπάται ο κόσμος και δίνει ένα 3 με 5%. Η ζωή όμως είναι αλλού. Ή μάλλον η ζωή -η πραγματικότητα, δηλαδή- κρύβεται «αλλού». Και οι δημοσκοπήσεις, αν δεν είσαι βιαστικός και δεν αρκείσαι μόνο στους τίτλους, σκιαγραφούν αυτό το «αλλού».
Δείτε πρώτα τα στοιχεία της Public Issue – στην Εφημερίδα των Συντακτών. Το 55% του κόσμου επιμένει ότι ΔΕΝ εμπιστεύεται κανένα κόμμα για τη διακυβέρνηση της χώρας, ενώ ένας στους τρεις ψηφοφόρους λέει ότι ΔΕΝ είναι κατάλληλος ούτε ο Σαμαράς ούτε ο Τσίπρας για την πρωθυπουργία. Δυσαρεστημένοι είναι και 8 στους 10 από τη λειτουργία και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης (για την ακρίβεια το 84% είναι δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση και το 85% από την αντιπολίτευση)! Και ποιος από τους δύο μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα προβλήματα της χώρας; ΚΑΝΕΝΑΣ, θα σου πει το 41%!
Και δείτε τώρα και τα ακόμη πιο πρόσφατα στοιχεία της Pulse RC για την εφημερίδα «Ποντίκι». Στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ συγκεντρώνει 20%, ο ΣΥΡΙΖΑ 23%, το ΠΑΣΟΚ 5.5%, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες 4.5%, η Χρυσή Αυγή 11%, η Δημοκρατική Αριστερά 2.5%, το ΚΚΕ 5% οι Οικολόγοι Πράσινοι 1.5% και ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ 1%. Κάντε τις προσθαφαιρέσεις και θα διαπιστώσετε ότι ακόμη και σήμερα με ΤΤ, Χριστόδουλο, προφυλακίσεις, ναυπηγεία και ναυάγια, το 26% επιμένει να είναι «αλλού» (άλλο κόμμα – λευκό- αποχή- αναποφάσιστοι).

19 Ιαν 2014

Tο θεόρατο «πολιτικό κενό»


Του Γιάννη Λούλη, από την Ημερησία

Πολλά γράφονται για το «δημοσιονομικό κενό» και τον τρόπο κάλυψής του, με τις κυβερνητικές προτάσεις να μην πείθουν τους ελεγκτές των δανειστών μας. Όμως, η μεγαλύτερη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της χώρας και στις προοπτικές σωτηρίας της είναι ένα άλλο «κενό»: Tο πολιτικό.

Aυτό είναι προϊόν της βαθύτατης κρίσης του κομματικού συστήματος. Διότι, όπως σημείωνα την περασμένη εβδομάδα στην «HτΣ», «η εστία της κρίσης είναι το κομματικό σύστημα και το πολιτικό σύστημα είναι το θύμα του». Aυτές τις ημέρες, με την ανάληψη της προεδρίας της E.E., το «πολιτικό κενό» έγινε κραυγαλέα ορατό.

Σε άρθρο του («Kαθημερινή», 12-1-2014), ο Aλέκος Παπαδόπουλος γράφει σκληρές αλήθειες. Aναφορικά με την οικονομία σημειώνει πως ακόμη κι αν δεν συμβεί κάποιο «ατύχημα», η χώρα μεσοπρόθεσμα θα βιώνει το «φάσμα κατάρρευσης παραγωγικών πεδίων της πραγματικής οικονομίας». Γι' αυτό προτείνει, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να αρχίσει «η διαδικασία της εθνικής συνεννόησης». Όμως, με το παθογενές κομματικό σύστημα, το δέον αποτελεί μακρινή οπτασία. Tούτο επιβεβαιώνεται πανηγυρικά και από τη συμπεριφορά του κομματικού συστήματος στην έναρξη της ελληνικής προεδρίας της E.E., όπου η πόλωση έσπασε κάθε φράγμα.

H μη συμμετοχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην τελετή έναρξης είναι αδιανόητη. Στέλνει τα χειρότερα μηνύματα στην Eυρώπη, και μάλιστα σε μια εποχή που ο Aλέξης Tσίπρας προσπαθεί να χτίσει μια «ευρωπαϊκή εικόνα» -και καλώς πράττει. Mεγάλο είναι το ολίσθημα του πρωθυπουργού, ο οποίος μετέτρεψε την τελετή σε προεκλογικό forum με το δίλημμα των ευρωεκλογών που έθεσε άκαιρα. Πρόσθετη ζημιά στη χώρα προκάλεσαν κυβερνητικοί προπαγανδιστές οι οποίοι επιχείρησαν να συνδέσουν τον ΣYPIZA με την τρομοκρατία. Tα δύο μεγαλύτερα κόμματα επιβεβαίωσαν στους δανειστές μας ότι είναι πολύ κατώτερα των μεγάλων προκλήσεων της χώρας.

H ειρωνεία είναι πως οι δύο πλευρές δεν ωφελούνται ούτε καν μικροκομματικά από τα καμώματά τους. H πόλωση που καλλιεργούν παρουσιάζεται ως «δυναμική αντίδραση», ενώ αποτελεί προϊόν αδυναμίας. Mε την οξύτητα και την πόλωση προσπαθούν απλώς να συσπειρώσουν τον πιο σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων τους. Aπό τη μία πλευρά, NΔ και ΠAΣOK φθείρονται ραγδαία και αντιδρούν σπασμωδικά καλλιεργώντας το συναίσθημα του φόβου και κινδυνολογούν ασύστολα κατά του αντιπάλου τους. Aπό την πλευρά του ο ΣYPIZA, ενώ οι συγκυρίες προσφέρονται για εκτόξευσή του, αγκομαχά κερδίζοντας λίγους πόντους. Tο αγκομαχητό του αυτό τον οδηγεί επίσης σε ανάλογες σπασμωδικές αντιδράσεις. Για να κερδίσει λίγο ακόμη έδαφος, δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του και καλλιεργεί ένα τυφλό συναίσθημα οργής εναντίον τους.

H κυβέρνηση θα κέρδιζε έδαφος αν κρατούσε χαμηλούς τόνους και επικεντρωνόταν στο να πείσει με τη διαχειριστική της επάρκεια και τη μεταρρυθμιστική της βούληση. H αξιωματική αντιπολίτευση θα διεύρυνε αισθητά την επιρροή της στον ζωτικό μεσαίο χώρο αν συμπεριφερόταν υπεύθυνα, χωρίς λαϊκίστικες κορόνες και παρουσίαζε ρεαλιστικές προτάσεις.

Eπειδή, όμως, ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά πληροί τους όρους αυτούς, οι ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται καμία και μάλιστα με πρωτοφανή ποσοστά. Kαι επειδή οι δύο πλευρές δεν διαθέτουν αυτόνομη αξιοπιστία, επενδύουν σε ακραία συναισθήματα κατά των αντιπάλων τους. Aνοίγουν έτσι ένα θεόρατο πολιτικό κενό, στο οποίο πέφτει η ίδια η χώρα.

15 Ιαν 2014

Διέξοδος υπάρχει – αν τη θέλουμε


Του Αλέκου Παπαδόπουλου, από την Καθημερινή.

Πριν από καιρό είχα αισθανθεί την ανάγκη, ή ακόμη και την υποχρέωση ενός ανθρώπου που άσκησε εξουσία και κουβάλησε ευθύνες σε σημαντικούς τομείς της δημόσιας ζωής, να καταθέσω κάποιες σκέψεις σχετικά με το ελληνικό ευρω-δίλημμα.
Θεωρώντας, τότε όπως και πάντα, ότι συμφέρον της Ελλάδας είναι να παραμείνει στην Ευρωζώνη, διετύπωνα την άποψη ότι οι πιθανότητες να αχθεί μεσοπρόθεσμα η χώρα μόνη της εκτός ευρώ ήταν μεγαλύτερες από την παραμονή της. Και τούτο λόγω του παρατεταμένου οικονομικού παγετώνα, αλλά και των στείρων αντιστάσεων σε κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού του συστήματος.
Η προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα για να παραμείνει στην Ευρωζώνη θα διευκολυνόταν αφάνταστα εάν μπορούσαμε να ξανακατακτήσουμε την αρετή του «λιτού βίου» ως αξιακή επιλογή. Αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι να δίνουμε μάταιες και σισύφειες μάχες ενάντια στην έξωθεν επιβεβλημένη λιτότητα, αδιαφορώντας για την έλλειψη γνήσιων –όχι διακηρυκτικών– διοικητικών και παραγωγικών δομών. Αλλιώς, θα βρεθούμε στην καλύτερη μεν περίπτωση σε συνεννοημένες με τους εταίρους μορφές νομισματικής μετάπτωσης (σαν εκείνες που κατά καιρούς τις βλέπουμε και τις διαβάζουμε σχολιαζόμενες με ελαφρότητα που δεν κάνει καλό σε κανένα), στη χειρότερη δε, σε ελεύθερη πτώση.
Συνεχίζω να πιστεύω ότι παρά τις μεταπτώσεις μεταξύ της παλίρροιας αισιόδοξων έως μεσσιανικών προβλέψεων και της άμπωτης των απαισιόδοξων έως καταστροφολογικών, τα πράγματα στη χώρα δεν έχουν ριζικά αλλάξει. Ότι, δηλαδή, κι αν ακόμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα (ας πούμε το 2014-16) δεν έχουμε ούτε ατύχημα στον τραπεζικό χώρο ούτε αδυναμία αποπληρωμής κάποιου ομολόγου, πάλι θα ζούμε το φάσμα κατάρρευσης παραγωγικών πεδίων της πραγματικής οικονομίας. Πρέπει να μη ζει κανείς στη χώρα αυτή για να μη συναισθάνεται την πραγματικότητα των επιχειρήσεων που πασχίζουν να επιβιώσουν υπό την πίεση για απομόχλευση του τραπεζικού δανεισμού τους, των νοικοκυριών που ζουν την ασύλληπτη ανεργία του 27%, που απλώς την αναφέρουμε, τη σχολιάζουμε κι ύστερα την προσπερνούμε, συν τη φορολογική αποστράγγιση. Αλλά και την επιδεινούμενη χρηματοδοτική αδυναμία του κράτους να καλύψει βασικές λειτουργίες, όπως της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Υγείας, της Πρόνοιας ή της Παιδείας – αδυναμία που πάει να συγκαλυφθεί κάτω από την κατά κύματα εκδηλούμενη πολιτική οξύτητα και την καλλιέργεια του κοινωνικού αυτοματισμού.
Είναι περιγραφές γνώριμων καταστάσεων όλα αυτά; Γνωρίζω την οχληρότητα που μπορεί να έχει η περιγραφή και η δήθεν ανάλυση, την ώρα, τη στιγμή που οι καταστάσεις κινδυνεύουν να γίνουν ανεπίστροφες. Αν όμως χαθεί η κοινωνική ανοχή, αν η μίνιμουμ συναίνεση παρασυρθεί, πώς κάνει κάποιος την αντίστροφη πορεία; Επιχείρησα πρόσφατα να σκιαγραφήσω ποια θα ήταν, για μένα, μια ενδεχόμενη πορεία σε αναζήτηση διεξόδου. Σπεύδω να πω ότι εκείνο που περιέγραψα, και στο οποίο θα ήθελα από τις φιλόξενες στήλες της «Καθημερινής» να επανέλθω, κρίθηκε γραπτά και προφορικά, φιλικά και ανοίκεια, σαν μη ρεαλιστικό. Και είναι όντως «μη ρεαλιστική» η πρόταση που έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα μου, όπως άλλωστε «μη ρεαλιστική» υπήρξε στο παρελθόν της Ελλάδας η κυβέρνηση Σοφούλη - Τσαλδάρη ή στη μεταπολεμική Ιταλία η κυβέρνηση Ντε Γκάσπερι - Παλμίρο Τολιάτι! Και, για να προσγειωνόμαστε στο βιωμένο, στο νωπό ακόμη παρελθόν μας, «μη ρεαλιστική» ήταν η φάση διακυβέρνησης του καλοκαιριού – Νοεμβρίου 2011, ή και η κυβέρνηση Παπαδήμου μέχρι τις εκλογές του 2012, ή ακόμη η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ που πήρε τη σκυτάλη υπό την πίεση των πραγμάτων. Θα παρακαλούσα ιδιαίτερα τον αναγνώστη να σταθεί και να αναστοχασθεί τα σχήματα αυτά, όπως τα ανέφερα και όπως προέκυψαν, μέσα και από τα μάτια των εταίρων της Ελλάδας της ίδιας περιόδου: τι έβλεπαν μπροστά τους, τι δέχονταν να συζητήσουν, τι επέβαλαν, τι περιεχόμενο προσλάμβανε η κυλιόμενη διαπραγμάτευση με τη χώρα μας.
Διέξοδος, θεωρώ, υπάρχει. Πάντως, υποχρέωση, καθήκον, χρέος του πολιτικού συστήματος να αναζητήσει διέξοδο παραμερίζοντας την αυτοπεριχαράκωση, αλλά και την προβολή του ιδίου συμφέροντος (κομματικού, παρεϊκού, προσωπικού) ως –μόνου– ρεαλιστικού πλαισίου, υπάρχει. Δεν είναι νοητό η χώρα να αφεθεί να πορευθεί προς τη μείζονα συνεννόηση με τον διεθνή παράγοντα, την κατ’ ανάγκην συνεννόηση που βρίσκεται μπροστά μας όπως κι αν ονοματισθεί ξανά εξορκιστικά, χωρίς να έχει επιδιωχθεί μια Νέα Πολιτική Συμφωνία. Μια συνολική πολιτική συμφωνία, η οποία θα έχει διαμορφωθεί και με βάση μιαν ευρύτερη συναίνεση στο εσωτερικό, από εμάς τους ίδιους.
Γιατί; Επειδή προϋπόθεση κάθε τέτοιας Νέας Πολιτικής Συμφωνίας δεν μπορεί παρά να είναι και η εκ μέρους μας, η εκ μέρους της Ελλάδας, των Ελλήνων, όχι εκ μέρους μιας απλής πλειοψηφίας, αποδοχή μιας μακροπρόθεσμης δέσμευσης για λιτή δημοσιονομική διαχείριση. Δηλαδή μακρόχρονης μη δημιουργίας ελλειμμάτων.
Με βάση μια τέτοια εθνική αυτοδέσμευση και μόνον, με παράλληλη σθεναρή διεθνή δημόσια επεξήγηση των ορίων των μέχρι τώρα προγραμμάτων για την Ελλάδα, δηλαδή της κατάρρευσης της πραγματικής οικονομίας και της αποδιάρθρωσης της κοινωνικής συνοχής στη χώρα μας, θα μπορέσει να επιδιωχθεί επανατοποθέτηση του νέου προγράμματος.
Δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα συγγενής με τη διαπραγμάτευση, ούτε με τη σύγχρονη εκδοχή των Καγκελαριών των Δυνάμεων και με το (όχι πάντα ειλικρινές) διεθνές θεσμικό περιβάλλον. Όμως, ακόμη και οι διεθνείς συντελεστές, ο καθένας με τις δικές του προτεραιότητες κατά νου, με πλάγια βήματα, κάθε τόσο, βλέπω να προσανατολίζονται, ή να μπορούν να προσανατολιστούν:
- Σε αναδιευθέτηση του χρόνου καταβολής των εναπομενόντων τόκων, μετά τη συμφωνία του 2012, καθώς και της εξυπηρέτησης των λήξεων προς την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες.
- Στην απόσβεση του «επίσημου» χρέους σε ακόμη μακρότερο βάθος χρόνου και με (κατ’ ανάγκην οριακή, εδώ να μην τρέφουμε φρούδες προσδοκίες) πρόσθετη μείωση των επιτοκίων.
Όμως αυτές οι κινήσεις δεν θα είναι παρά «ξέσφιγμα του βρόχου» για την Ελλάδα. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει και θα έχει η διαπραγματευτική επιδίωξη:
- Ειδικών κεφαλαιακών ροών, για τη στήριξη αφενός ενός ελαχίστου επιπέδου επενδυτικής δραστηριότητας (δεν ξέρω αν είναι 10 ή 12 ή 15 τα δισ. –σε ετήσια βάση– τα οποία θα χρειάζεται από κάθε πηγή τα χρόνια που έρχεται η Ελλάδα, προκειμένου να υπάρξει αληθινή αναπτυξιακή επανεκκίνηση: όμως, χωρίς επενδύσεις τέτοιας τάξεως μάλλον βαδίζουμε στα σύννεφα) και αφετέρου αυστηρότατα προσδιορισμένων κοινωνικών αναγκών (γιατί χωρίς ένα μίνιμουμ στήριξης και στοχευμένης χαλάρωσης σε Κοινωνική Ασφάλιση, Υγεία και Πρόνοια διακινδυνεύουμε κοινωνική έκρηξη, και τότε...).
Η χώρα ξεχνούμε ότι είναι σε χρεοστάσιο. Η χώρα δεν μπορεί να διασωθεί πάνω στο ψεύδος. Η χώρα δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς τη βοήθεια από το εξωτερικό. Στην Ελλάδα, εντέλει, το αυτονόητο θεωρείται ακόμη «μη ρεαλιστικό».
Πάμε τώρα στη ρίζα του «μη ρεαλιστικού». Ποιος/πώς/πότε τα διαπραγματεύεται αυτά. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, θα πρέπει την επομένη να αρχίσει η διαδικασία της εθνικής συνεννόησης. Είτε βρει τη σημερινή κυβέρνηση εξασθενημένη είτε όχι.
Θεωρώ ότι η πολιτικά γνήσια –και δημοκρατικά υπεύθυνη– προσέγγιση θα ήταν η διαπραγμάτευση και η εθνικά φερέγγυα σύναψη μιας παρόμοιας συμφωνίας στο πλαίσιο μιας Μεσοπρόθεσμης Πλατφόρμας Διάσωσης που θα στηριχθεί από όλα τα ιδεολογικά και κοινωνικά ρεύματα σε επίπεδο κορυφής. Το εθνικό σχέδιο αυτοδέσμευσης, που έτσι θα συγκροτηθεί, και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης –προσοχή! Διαπραγμάτευσης που σε τέτοια βάση θα διεξαχθεί– θα τεθεί εν συνεχεία στην κρίση της βουλευτικής κάλπης. Για τη διαφωτισμένη, και όχι συνθηματολογημένη, κρίση του λαού.
«Αυτά δεν γίνονται», το ακούω! Ε, λοιπόν, γίνονται! Και αν δεν θέλουμε τώρα, θα γίνουν την επαύριον των εθνικών εκλογών αν αφεθεί η κατάσταση να σέρνεται –ευπρεπέστερα ή λιγότερο ευπρεπώς–, όμως «θα γίνουν» υπό απείρως πιο επιβαρυμένες συνθήκες. Και πολιτικά και κοινωνικά αποδιαρθρωτικές.
Διέξοδος υπάρχει, πάντως μπορεί να αναζητηθεί – αν τη θέλουμε.

13 Ιαν 2014

Το Κράτος-Γκουβερνάντα και τα ρολά κανέλλας

Του Τάκη Καπώνη, από τους protagon.gr
Μου φαίνεται εξωφρενικό, ότι μέρος των φόρων που πληρώνουμε, κατατέθηκε ως μισθός σε κάποιους στις Βρυξέλες που μέρος της δουλειάς τους είναι να απαγορεύουν ή να επιτρέπουν την κατανάλωση ρολών κανέλας στη Δανία ή τη Σουηδία, ανάλογα με την ποσότητα κανέλας που περιέχουν, δηλαδή να ορίζουν την ποσότητα της κανέλας στα γλυκά. Ο ισχυρισμός τους βασίζεται στο ότι η κανέλα περιέχει κουμαρίνη, και εάν περιέχουν λίγο παραπάνω κανέλα, περιέχουν και παραπάνω κουμαρίνη που κάνει κακό στο συκώτι.
Εν προκειμένω, έχουμε έναν γελοίο κρατικό πατερναλισμό και όπως κάθε κρατικός πατερναλισμός όχι μόνον υπονομεύει κάθε θεμέλιο των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά στον βαθμό που αντιμετωπίζει τον πολίτη ως ανήλικο και ανίκανο να επιλέγει το δικό του σχέδιο ζωής, αποτελεί μια βαρύτατη προσβολή στην αξία του ανθρώπου, τον οποίο μεταχειρίζεται ως μέσο και όχι ως σκοπό, κατά την κλασική ρήση του Καντ.
Το άτομο, το οποίο δεν στερείται της δυνατότητας χρήσεως του λογικού επειδή είναι ανήλικο ή λόγω νοητικής ανεπάρκειας, έχει δικαίωμα να ζει υπό ιδίαν ευθύνη, ενώ το κράτος μπορεί φυσικά να θεσπίζει μέτρα ενημέρωσης του κοινού για τα σχετικά πορίσματα της επιστήμης και τους εκάστοτε κινδύνους.
Όμως, απαγορεύσεις οι οποίες επιβάλλονται χάριν προστασίας των ιδίων των ατόμων, αναιρούν το δικαίωμά τους να ζουν υπό ιδίαν ευθύνη και δεν δικαιολογούνται ούτε με την επίκληση της ανάγκης περιορισμού των δαπανών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, διότι το σύστημα αυτό υπάρχει για να περιθάλπει ακόμη και τους αυτοκαταστροφικούς. Διαφορετικά θα έπρεπε να απαγορευθεί το κάπνισμα, το αλκοόλ, το βούτυρο και το μπέικον για τους καρδιακούς, οι τηγανητές πατάτες για τους έχοντες χοληστερίνη, τα θαλασσινά για τους έχοντες ουρικό οξύ κ.λπ.
Πιθανόν να είναι ο ίδιος γραφειοκράτης που είχε παλαιότερα τη φαεινή ιδέα, να κηρύξει εκτός νόμου τα στραβά αγγούρια με τον αλήστου μνήμης κανονισμό.
Ο μόνος σκοπός για τον οποίο μπορεί νόμιμα να ασκείται εξουσία πάνω σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας παρά τη θέλησή του είναι η αποτροπή βλάβης των άλλων. Το δικό του καλό, φυσικό ή ηθικό, δεν αποτελεί επαρκή λόγο. Δεν μπορεί νόμιμα να εξαναγκαστεί να πράξει ή να υποστεί κάτι, για τον λόγο ότι αυτό θα ήταν προς το καλό του, επειδή θα τον έκανε πιο ευτυχισμένο, επειδή, κατά τη γνώμη των άλλων, κάτι τέτοιο θα ήταν φρόνιμο ή ακόμη και σωστό. Αυτοί είναι καλοί λόγοι για να διαφωνεί κανείς μαζί του, ή για να διαλέγεται με αυτόν ή να προσπαθεί να τον πείσει, ή να τον νουθετήσει αλλά όχι για να τον εξαναγκάσει ή να του προκαλέσει κακό σε περίπτωση που πράξει διαφορετικά.
Διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε ένα Κράτος-Γκουβερνάντα, το οποίο θα ρυθμίζει πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Το ίδιο δε, θα αποτελεί έναν εν δυνάμει κίνδυνο για τα ατομικά δικαιώματα και την ιδιωτικότητα και παράλληλα θα απαιτεί περισσότερες δημόσιες δαπάνες για να συντηρεί τον μηχανισμό θέσπισης κανόνων και ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των ατόμων, ενώ θα καθιστά τα άτομα εν δυνάμει παραβάτες της νομοθεσίας που έχει θεσπιστεί για το δήθεν καλό τους, εβρισκόμενα τα ίδια υπό τον κίνδυνο διώξεων για το καλό τους.

11 Ιαν 2014

Η τελευταία ευκαιρία για το λόμπι της δραχμής...


Του Κώστα Στούπα, από το capital.gr

Οι συλλήψεις σε σχέση με όσα έχουν λάβει χώρα στο ΤΤ τα τελευταία χρόνια είναι αποκαλυπτικές του τρόπου που λειτουργεί επί δεκαετίες στη χώρα η παρασιτοκρατία των πελατών της κομματοκρατίας και η κλεπτοκρατία των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. 

Μια επιχειρηματική τάξη που έχει βρει τρόπο να πουλάει υπηρεσίες και προϊόντα στο δημόσιο χωρίς ανταγωνισμό με αστρονομικά περιθώρια κέρδους ή να λαμβάνει θαλασσοδάνεια από κρατικές τράπεζες, -στέλνοντας πάλι το λογαριασμό στο μεγάλο κορόιδο που είναι ο φορολογούμενος που δεν φοροδιαφεύγει ή ο «κουρεμένος» δανειστής του δημοσίου-, δυο πράγματα φοβάται όπως ο διάβολος το λιβάνι: τον ανταγωνισμό και το λιγότερο κράτος.

Με λίγα λόγια φοβάται τον καπιταλισμό. Παντού και πάντα οι άνθρωποι επιδιώκουν το ίδιον συμφέρον. Το ίδιο ισχύει και για τους δημόσιους λειτουργούς. Απλά υπάρχουν κανόνες και θεσμοί που ασκούν έλεγχο.

Παντού γίνονται απάτες. Απλά στην Ελλάδα οι απάτες και οι κλοπές δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας.

Από τη μερίδα αυτή της επιχειρηματικής τάξης του «γλυκού νερού» κάποιοι που βρέθηκαν να χρωστάνε στις τράπεζες περισσότερα απ’ όσα αξίζει η περιουσία τους ονειρεύονται και επιδιώκουν την επιστροφή στη δραχμή.

Με τον τρόπο αυτό υπολογίζουν πως τα χρέη τους θα μηδενιστούν και οι ίδιοι θα καταφέρουν μέσω των διασυνδέσεων να συνεχίσουν να πλουτίζουν σε βάρος του συνόλου. Το να πλουτίζει κάποιος δεν είναι κακό, αρκεί να πλουτίζει παράγοντας περισσότερο πλούτο από όσο καταναλώνει. Αν καταναλώνει περισσότερο από όσο παράγει τότε παρασιτεί σε βάρος της κοινωνίας...

Αυτή είναι η διαφορά μετά επιχειρηματικότητας και κρατικοδιαιτισμού.

Το μνημόνιο είναι μια λάθος συνταγή ενδεχομένως η οποία εκτελέστηκε με λάθος τρόπο ή στα βασικά σημεία δεν εκτελέστηκε και καθόλου. 

Αλλά πόσο τυχαίο είναι που χρειάστηκε μνημόνιο και αυστηρή ξένη επιτήρηση από την τρόικα η οποία παρομοιάστηκε με «κατοχική» δύναμη, για να αρχίσουν να βγαίνουν σκάνδαλα και να περνάνε τις πύλες των φυλακών πολιτικοί πρώτης γραμμής και επιχειρηματίες;

Καθώς σιγά-σιγά αποκαλύπτονται που και με ποια κριτήρια πηγαίναν τα λεφτά των τραπεζών ή οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, η παρασιτοκρατία και οι πελάτες αναπολούν το κράτος δραχμής. Γι’ αυτό θα το λόμπι της δραχμής θα ετοιμαστεί για τον τελευταίο γύρο.

Το ελληνικό πρόβλημα έχει αρκετά διαφορετικές πτυχές από το πρόβλημα των άλλων χωρών του νότου και της Δύσης.

Για το κατανοήσουμε όμως θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο των διεθνών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων γιατί συναρτάται από αυτές.

Οι διεθνείς διαστάσεις...

«Εάν η Ευρώπη αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις λίγο περισσότερο από το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, περί το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ και πρέπει να χρηματοδοτήσει το 50% των κοινωνικών δαπανών παγκοσμίως, τότε είναι προφανές ότι οφείλει να εργασθεί πολύ σκληρά για να διατηρήσει την ευημερία και τον τρόπο ζωής της» είχε δηλώσει πρόσφατα η Γερμανίδα καγκελάριος Μερκελ στους FT. 

Στην Ελλάδα διάφορες περσόνες της πολιτικής και της τηλεόρασης θεωρούν πως η λιτότητα αποτελεί ιδεολογική αγκύλωση και όχι σχεδόν μονόδρομο που επιβάλλεται από τις συνθήκες. Οι Παπαδάκηδες, οι Προκόπηδες και οι Αλέξηδες φαίνεται πως ξέρουν καλύτερα...

Το θέμα είναι άλλο σήμερα...

Για την ακρίβεια το μερίδιο της ΕΕ στο παγκόσμιο ΑΕΠ ανέρχεται στο 23%. Αντίστοιχο κοντά στο 21% είναι και το μερίδιο του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Αμφότερες Δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ, οι παραδοσιακοί και ευκρινέστεροι εκπρόσωποι της δημοκρατίας και των ελεύθερων αγορών αντιπροσωπεύουν το 44% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Αθροίζοντας πληθυσμό κοντά στα 700 εκατ. ανθρώπους και οι δυο αντιπροσωπεύουν το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού.Βλέπε:Η κατανομή του παγκόσμιου πλούτου... 

Το 10% του πληθυσμού του πλανήτη νέμεται περίπου  το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ κι αυτό γιατί 300 χρόνια νωρίτερα υιοθέτησε τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ενίσχυσε τις καινοτομίες και περιόρισε τις προκαταλήψεις για το δανεισμό, τις μετοχές και τα περίπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα.

Μέχρι το 2020 υπολογίζεται πως η μεσαία τάξη του πλανήτη θα αριθμεί πάνω από 3 δισ. ανθρώπους ενώ 20 χρόνια νωρίτερα αριθμούσε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια της καπιταλιστικής Δύσης. Για την αριστερά τυχαίο είναι επίσης πως η Κίνα βγήκε από την προϊστορία των λιμών μόλις υιοθέτησε για ένα κομμάτι της οικονομίας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και επέτρεψε τις ξένες επενδύσεις. 

Η νέα τάξη πραγμάτων της παγκοσμιοποίησης  ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν Ρήγκαν και Θάτσερ στη Δύση για να ξεπεράσουν το τέλμα του στασιμοπληθωρισμού, μείωσαν την παρέμβαση του κράτους και άνοιξαν τα σύνορα του διεθνούς  οικονομικού ανταγωνισμού. Το παζλ των αλλαγών συμπλήρωσε ο Τενγκ Σιαο Πινγκ με τις μεταρρυθμίσεις στην Κίνα που τις έβγαλαν από την κομμουνιστική απομόνωση και οικονομική προϊστορία.

Οι συνέπειες...

Τα τελευταία τριάντα χρόνια η Δύση χάνει θέσεις εργασίας οι οποίες μεταναστεύουν στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα δανεικά και οι κρατικές δαπάνες στη Δύση κατάφεραν να καλύψουν την απώλεια εισοδήματος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η παγκοσμιοποίηση μείωσε δραστικά την  παγκόσμια φτώχεια, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά έκανε τη μεσαία τάξη της Δύσης φτωχότερη.

Είναι το μόνιμο επιχείρημα των αριστερών οικονομολόγων πως τις τελευταίες δεκαετίες το μέσο εισόδημα μειώθηκε στη Δύση. Είναι αλήθεια. Αλήθεια είναι επίσης πως το μέσο εισόδημα στη Δύση παραμένει πολλαπλάσιο αυτού των αναπτυσσόμενων χωρών.

Η παγκοσμιοποίηση βελτίωσε το μέσο εισόδημα στο σύνολο του πλανήτη και μείωσε συγκριτικά αυτό της μεσαίας και χαμηλότερης τάξης της Δύσης. Από ηθική άποψη αυτό δεν μοιάζει άδικο ούτε παράλογο. Όταν οι πόροι είναι περιορισμένοι και αυξάνονται αυτοί που τους εκμεταλλεύονται, το μερίδιο μειώνεται.

Η υψηλότερη τάξη, καθώς και ταλαντούχα άτομα στο χώρο της τεχνολογίας και των χρηματοοικονομικών ευνοήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση καθώς μέσω της τεχνολογικής εξέλιξης απέκτησαν  πρόσβαση σε μεγαλύτερη πελατεία.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αναδύθηκε για τη Δύση ήταν η ακαριαία δημογραφική γήρανση του πληθυσμού.

Επίσης η παγκοσμιοποίηση μπορεί να ξεκίνησε με το άνοιγμα των συνόρων στα εμπορεύματα και το κεφάλαιο αλλά συνεχίστηκε με τις μετακινήσεις πληθυσμών. 

Οι κραδασμοί της μεσαίας τάξης της Δύσης λόγω παγκοσμιοποίησης, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της μετανάστευσης (κυρίως της παράνομης) και της δημογραφικής γήρανσης που τινάζει τα ασφαλιστικά ταμεία και καθηλώνει την οικονομική ανάπτυξη, έχουν δημιουργήσει μια έκρυθμη πολιτική κατάσταση.

Κατά τον ίδιο τρόπο που οι μακάκοι της Μαδαγασκάρης κάθε ηλιοβασίλεμα ωρύονται γιατί νομίζουν πως δεν θα ξανανατείλει ο ήλιος,  διάφορες  θρησκευτικές αιρέσεις περιμένουν κάθε χρόνο τη Δευτέρα Παρουσία και οι κομμουνιστές την κατάρρευση του καπιταλισμού από τις εσωτερικές αντιθέσεις.  Οι κραδασμοί της παρούσης εκλαμβάνονται από τους χιλιαστές της βίβλου του 1848 σαν ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών για τη δική τους Δευτέρα Παρουσία.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου είναι η άνοδος της παγκόσμιας μεσαίας τάξης. Η συμπίεση της μεσαίας τάξης της Δύσης και η μεγάλων διαστάσεων μετακίνηση πληθυσμών, μέσω της μετανάστευσης ή της λαθρομετανάστευσης.

Οι επιπτώσεις στην πολιτική...

Στις ΗΠΑ αυτή η κοινωνική και πολιτική ένταση εκφράζεται με το κίνημα του tea party  που παρασύρει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα σε ακραίες θέσεις οι οποίες  δεν έχουν να κάνουν με τη δημοκρατική παράδοση της χώρας. Στην Ευρώπη η πολιτική και η οικονομική κρίση έχουν αναδείξει σε ρυθμιστές της πολιτικής ζωής μια σειρά από ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα.

Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις στη Γαλλία το Εθνικό Μέτωπο της Μαρί Λεπέν έρχεται πρώτο, ενώ το 55% των φοιτητών φέρεται διατεθειμένο να ψηφίσει το κόμμα αυτό που ζητά έξοδο από το ευρώ και δασμολογική προστασία των γαλλικών επιχειρήσεων. 

Στη Νορβηγία ένα ακροδεξιό κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση, ενώ ανάλογες εμφανίσεις κομμάτων με παρόμοιες θέσεις κοινές σε πολλά σημεία και αντίθετες σε άλλα έχουμε στη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Βρετανία κλπ.

Στο ίδιο ρεύμα θολού ευρωσκεπτικισμού και απομονωτισμού μπορεί να συμπεριληφθούν στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ(κάποιες συνιστώσες αναφανδόν) και η Χρυσή Αυγή, με τον πρώτο να προσπαθεί να εγκαταλείψει ή απλώς να συγκαλύψει τις αριστερίστικες και αντιδημοκρατικές συνιστώσες του και τη δεύτερη να επαίρεται γι’ αυτές. 

Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανάλυση του Economist  το κίνημα του πάρτι του τσαγιού στις ΗΠΑ έχει τρία βασικά συστατικά. Το πρώτο είναι πως η ελίτ της χώρας έχει χάσει την επαφή της με τα συστατικά της ιδρυτικής διακήρυξης. Το δεύτερο είναι πως η FED αντί να νοιάζεται για τη μεσαία τάξη ενδιαφέρεται να συντηρεί τον χρηματοπιστωτικό Λεβιάθαν. Και το τρίτο είναι πως η λαθρομετανάστευση αποτελεί κίνδυνο για το κοινωνικό κράτος.

Στην Ελλάδα που κανείς δεν νοιάζεται για το κόστος του κοινωνικού κράτους λόγω της ευημερίας με δανεικά και επιδοτήσεις η αντίθεση με τους μετανάστες αφορά την εγκληματικότητα και την ενοχλητική κοινωνική παρουσία τους.

Το κίνημα του τσαγιού δομήθηκε σαν  αντίθεση στην αδυναμία του πολιτικού συστήματος  να μεταρρυθμίσει τους προϋπολογισμούς και τους νομούς της μετανάστευσης...

Μια προσεκτική παρατήρηση των αντισυστημικών κομμάτων της Ευρώπης εμφανίζει πολλές ομοιότητες με το κίνημα του τσαγιού. Το θέμα της λαθρομετανάστευσης πριμοδοτεί περισσότερο τον ακροδεξιό χαρακτήρα αυτών των κομμάτων, και φέρνει τους αριστερούς αντισυστημικούς σε μειονεκτική θέση. 

Υποκείμενο αυτής της «επανάστασης» ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, είναι η θυμωμένη μεσαία τάξη.

Όπως επισημαίνει ο Economist στην ίδια ανάλυση ... «το κίνημα του τσαγιού αναπτύσσεται εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ενώ στην Ευρώπη εκφράζεται μέσα από νέα πολιτικά σχήματα. 

Στην Αμερική το κίνημα έχει ρίζες και στον αντικρατικό συντηρητισμό, ενώ στην Ευρώπη έλκει την καταγωγή του από τον παρελθόν της άκρας δεξιάς.

Τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα σε αντίθεση με το κίνημα του τσαγιού είναι διαφοροποιημένο μεταξύ τους.   

Κοινό σημείο των ακροδεξιών κινημάτων της Ευρώπης και του κινήματος του τσαγιού είναι πως αμφότερα αντιπροσωπεύουν θυμωμένους ανθρώπους που νοσταλγούν παλαιότερες, ασφαλέστερες και απλούστερες κοινωνίες.

Ανησυχούν για τη μετανάστευση, εκφράζουν την πιεζόμενη μεσαία τάξη που βλέπει μια μικρή ελίτ να διευρύνει την οικονομική της ευημερία και την ίδια να διολισθαίνει προς τα χαμηλότερα στρώματα.

Αμφότερα πιστεύουν πως οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον εξυπηρετούν πρωτίστως δικά τους συμφέροντα και όχι αυτά της κοινωνίας. Πιστεύουν πως οι γραφειοκράτες αδιαφορούν για τις ζωές των απλών ανθρώπων. Τα παραδοσιακά κόμματα στην Ευρώπη προσπάθησαν να απομονώσουμε τα αντισυστημικά κόμματα χαρακτηρίζοντάς τα φασιστικά και ρατσιστικά.

Τα αντισυστημικά κόμματα, τα πανε τόσο καλά, γιατί τα συστημημικά κόμματα τα τελευταία χρόνια τα πήγαν πολύ άσχημα. Ενθάρρυναν την κατανάλωση και άφησαν τις τράπεζες να αναλάβουν ρίσκα. Αυτά είχαν σαν συνέπεια την αύξηση του χρέους και στην συνέχεια την λιτότητα και την αύξηση των φόρων, την αύξηση της ανεργίας και τις μειώσεις μισθών.

Τα μέτρα μείωσης των δαπανών και του κράτους είναι φιλικά στο κίνημα του τσαγιού στις ΗΠΑ.

Στην Ευρώπη οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν επαρκή απάντηση στις ανησυχίες κάποιων μειοψηφιών προς το παρόν, για το ευρώ.

Αλλά οι αντισυστημικές δυνάμεις πάνε μακρύτερα. Ο Γκιρτ Γουιλντερς χαρακτηρίζει το Κοράνι φασιστικό βιβλίο και το Ισλάμ ολοκληρωτική θρησκεία. Η Μαρί Λεπέν ζητά μέτρα προστατευτισμού για τις γαλλικές επιχειρήσεις. Όταν το UKIP στο Ηνωμένο Βασίλειο υπόσχεται ευημερία μέσω του ελεύθερου εμπορίου αλλά εκτός Ε.Ε. κάτι που φανερώνει την σύγχυση των κινημάτων αυτών.

Η αύξηση της μετανάστευσης είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ελευθερίας της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής εξέλιξης έστω και αν μειώνει κάποια ποιοτικά στάνταρς του βιοτικού επιπέδου της Δύσης».

Η έρευνα του Economist τελειώνει με το συμπέρασμα πως: Οι πολιτικοί στην Ευρώπη πρέπει να εξηγήσουν γιατί πρέπει να ληφθούν δυσάρεστες αποφάσεις. Πρέπει να εξηγήσουν γιατί η ενιαία οικονομική δομή υπόσχεται μεγαλύτερη ευημερία από αυτή των κατακερματισμένων  εθνικών οικονομιών.  Γιατί π.χ. οι εργαζόμενοι από την Ανατολική Ευρώπη πληρώνουν περισσότερες εισφορές σε σχέση με τις απολαβές τους από το κοινωνικό κράτος και γι’ αυτό πρέπει να είναι  ευπρόσδεκτοι.

Σ’ αυτές της ιστορικής σημασίας παγκόσμιες αλλαγές η Ελλάδα βρέθηκε απροετοίμαστη, καταχρεωμένη, με διαλυμένο τον παραγωγικό ιστό και με μια παρασιτική νοοτροπία και διαφθορά όμοια των σοβιετικών καθεστώτων. 

Η αδυναμία κατανόησης των βασικών αιτιών κατ΄ αρχήν από την πολιτική και οικονομική ελίτ έχει αφήσει μεγαλύτερο χώρο στη σύγχυση και τη συνωμοσιολογία σε σχέση με άλλες χώρες. 

Η παρασιτική τάξη των πελατών της κομματοκρατίας και η επιχειρηματική κρατικοδίαιτη κλεπτοκρατία έχουν την εντύπωση πως η επιστροφή στη δραχμή θα της εξασφαλίσει τα προνόμια που είχε τις δεκαετίες της μεταπολεμικής ευημερίας. Δεν αντιλαμβάνεται πως τα δεδομένα αλλάζουν ριζικά.

Η Ελλάδα χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο για την αλλαγή του οικονομικου μοντέλου από παρασιτικό σε παραγωγικό, εντός των ορίων του μπλοκ  του ευρώ, της ΕΕ και της Δύσης.

Εκτός από τον τουρισμό η Ελλάδα χρειάζεται να στηρίξει πρωτοβουλίες οι οποίες τα επόμενα 5-10 χρόνια θα διπλασιάσουν τις εξαγωγές της.

Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό. Αυτό δεν είναι εύκολο καθώς υπάρχουν άλλες 200 χώρες, εκτός Β. Κορέας που μας ανταγωνίζονται.

Η Ελλάδα αν δεν μειώσει το κράτος και καταστεί φιλικότερη προς την επιχειρηματικότητα, θα βιώσει την κρίση ελάττωσης του βιοτικού επιπέδου της Δύσης σε υπερθετικό βαθμό. Για την ακρίβεια θα καταρρεύσει από τα ίδια αίτια που κατέρρευσαν τα σοβιετικά καθεστώτα, βιώνοντας τις ίδιες οδυνηρές συνέπειες...

Το ελληνικό πρόβλημα έχει αρκετά διαφορετικές πτυχές από το πρόβλημα των άλλων χωρών του

9 Ιαν 2014

Στο βωμό της ανεργίας

Ο Κρόνος τρώει τον γιο του, στον ομώνυμο πίνακα του Rubens. Η σημερινή Ελλάδα τρώει τα παιδιά της στις καφετέριες περιμένοντας την “ανάπτυξη”…

Του Αλέξη Ρομπότα, αναδημοσίευση από Andro.gr.
Αφού ρήμαξαν ό,τι είχε και δεν είχε η ιδιωτική οικονομία, αφού φορολόγησαν ό,τι κινείται και κυρίως ό,τι δεν κινείται, έρχεται το κράτος να προτείνει νέα σχέδια για την καταπολέμηση της ανεργίας. Θα δουλέψουν 2.500 άτομα στον αγωγό TAP, θα προσλάβουμε εποχιακούς στο δημόσιο, θα πάρουμε τα κονδύλια από το ΕΣΠΑ και θα προσλάβουμε νέους με λεφτά της Ευρώπης. Η ανυπαρξία σοβαρής οικονομικής πολιτικής είναι πασιφανής. Όταν μια κυβέρνηση νιώθει την ανάγκη να έχει «Υπουργείο Ανάπτυξης» σημαίνει ότι έχει χάσει εντελώς την μπάλα στην οικονομία. Διότι η ανάπτυξη έρχεται όταν εφαρμόζεται ένα σωστό και με σχέδιο οικονομικό πρόγραμμα ‒θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να εφαρμόσει εσκεμμένα αντιαναπτυξιακή οικονομική πολιτική; Είναι σαν να έχεις Υπουργείο για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων στις γραμμές του Μετρό όταν υπάρχει ήδη το Υπουργείο Μεταφορών. 
Τη στιγμή, όμως, που το Υπουργείο Οικονομικών αρκείται στο να υπερφορολογεί τα πάντα και τρέχει να καλύψει τρύπες με έκτακτα φορολογικά μέτρα κάθε φορά που φτάνει στο Ελ. Βενιζέλος το αεροπλάνο του Τόμσεν, το μόνο που μένει στην κυβέρνηση είναι να στέλνει τον υπουργό Ανάπτυξης να παρακαλεί Άραβες και Κινέζους να ρίξουν χρήματα στην ελληνική αγορά. Οι ελπίδες πλέον των νέων είναι να τους πάρει ο Ιβάν Σαββίδης στον ΠΑΟΚ, τη μόνη προβεβλημένη επιχειρηματική δραστηριότητα αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλονίκη. Δεν καταπολεμάς όμως την ανεργία έτσι, κι αυτό φαίνεται να μη το γνωρίζει κανένας στο υπουργείο Οικονομικών. 
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία έφτασε το 27,4% και είναι πολύ λογικό να βρίσκεται σε τέτοια επίπεδα. Όχι επειδή υπογράφηκαν «τα μνημόνια της χρεωκοπίας» ούτε επειδή η κακιά Γερμανία «θέλει να μας χρεοκοπήσει και να μας αγοράσει μισοτιμής», αλλά επειδή καμία από τις πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών δεν είχε ως στόχο την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Σκεφτείτε ότι και το 2004 με την οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το ποσοστό της ανεργίας έφτανε το 10,4%. 
Για κάθε αγωγό φυσικού αερίου που θα φτιάχνεται χιλιάδες πτυχιούχοι Ιατρικής, Πολυτεχνείου και Οικονομικών θα κουβαλάνε έναν δίσκο με καφέδες στο Μικέλ, θα τακτοποιούν τα ρούχα στο Ζάρα ή θα αφήνουν την Ελλάδα για πάντα. Πώς αντιμετωπιζόταν τόσα χρόνια η ανεργία; Με προσλήψεις στο δημόσιο. Χωρίς καμία αξιολόγηση, χωρίς κανένα κριτήριο και πολλές φορές από το παράθυρο. Έτσι φτιάξαμε ένα τεράστιο δημόσιο με θέσεις εργασίας εντελώς αχρείαστες και την ίδια στιγμή υπερφορολογούσαμε τον ιδιωτικό τομέα για να μπορούμε να τις συντηρούμε. Καταλήξαμε να έχουμε νέους λίγο πάνω από τα 20 με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, υπολογιστών και ξένων γλωσσών να δουλεύουν για 250 ευρώ σε ημιαπασχόληση ‒αν είναι τυχεροί. Ταυτόχρονα, ανειδίκευτοι της δεκαετίας του ’80 και του ’90 κρατάνε σθεναρά μια καρέκλα σε ένα οργανισμό για την ανάπλαση του λιμανιού του νομού Γρεβενών μέχρι να έρθει η μέρα της συνταξιοδότησής τους, γιατί σύμφωνα με την κυβέρνηση μόνο μέσω της συνταξιοδότησης μπορεί θα μειωθεί το μέγεθος του δημοσίου. Αυτή η αναλογία οδηγεί σε ένα υποστελεχωμένο δημόσιο με «κακό» προσωπικό που συνεχώς γηράσκει και σε κατασπατάληση του καλύτερου δυναμικού που διαθέτει αυτή τη στιγμή η χώρα σε καφετέριες και μπαρ για ένα χαρτζιλίκι. Μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. 
Δυστυχώς όμως αυτή δεν είναι μια πολιτική που εγκαταλείφθηκε, αφού ακόμα και τώρα η κυβέρνηση αρνείται να καταργήσει τομείς του δημοσίου που δεν εξυπηρετούν κανέναν, ενώ μη παραγωγικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αποκρατικοποιηθούν παραμένουν εντός κρατικής μηχανής. Την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση λέει ότι θα προσλάβει ξανά πίσω όλους τους απολυμένους του δημοσίου και θα δημιουργήσει και νέες θέσεις για να καταπολεμήσει την ανεργία. Η παράνοια αυτής της λογικής δεν απέχει πολύ από την ακραία θέση που καυτηρίαζε στο βιβλίο του «Η σπασμένη τζαμαρία» ο οικονομολόγος Φρέντρικ Μπαστιά. Σύμφωνα με αυτήν, για να μειωθεί η ανεργία αρκεί ένα πάρα πολύ απλό μέτρο: να απαγορεύσεις σε όλους τους εργαζομένους να χρησιμοποιούν το αριστερό τους χέρι. Έτσι θα διπλασιαστούν αμέσως οι κενές θέσεις εργασίας, αφού όλες οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προσλάβουν τους διπλάσιους εργαζόμενους για να κάνουν τη δουλειά και του δεύτερου χεριού. Την ίδια στιγμή, βέβαια, καταρρέει ολόκληρη η οικονομία, διότι για αυτό που παρήγαγε ένας αριθμός ατόμων απαιτείται πλέον ο διπλάσιος αριθμός για να παραχθεί. Αυτό το ακραίο παράδειγμα καταδεικνύει πόσο άχρηστο και γελοίο είναι να δημιουργείς άσκοπα θέσεις εργασίας μόνο και μόνο για να μειωθεί το ποσοστό της ανεργίας. 
Η εργασία πρέπει να έχει κάποιο αποτέλεσμα, να παράγει κάτι, να προσφέρει προστιθέμενη αξία. Τα εμπόδια για να επιτευχθεί αυτό στην ελληνική οικονομία είναι τεράστια. Η νομοθεσία είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο ώστε όταν ξεκινάς μια επιχείρηση να προδικάζεται ότι θα την έχεις μέχρι τη συνταξιοδότηση, ενώ θεωρείται δεδομένο ότι θα είναι κερδοφόρος από την πρώτη μέρα. Η συντηρητική και ορθόδοξη νοοτροπία της κοινωνίας αντικατοπτρίζεται στη νομοθεσία για την εκκίνηση μιας νέας επιχείρησης, αφού το να συνεχίσεις «τη δουλειά του μπαμπά σου» είναι η ιδανικότερη επιλογή. Αλλά ακόμα και η μισθωτή εργασία, όσο ευέλικτη και αν έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, παραμένει ένας στρεβλός και άκαμπτος τομέας της οικονομίας. Μέσα από συνδικαλιστικούς αγώνες πάρθηκαν πάρα πολλά μέτρα ώστε να προστατευθεί ο εργαζόμενος από την απόλυση ‒και εν πολλοίς βοήθησαν στο να μην βρισκόμαστε σε έναν εργασιακό μεσαίωνα‒, σήμερα όμως, αντί να επιτελούν αυτόν τον σκοπό, στην πραγματικότητα αποτρέπουν την πρόσληψη ενός εργαζομένου. 
Αν δεν απελευθερωθεί η δυναμική της οικονομίας η πολυπόθητη ανάκαμψη δεν θα έρθει ποτέ. Για κάθε αγωγό φυσικού αερίου που θα φτιάχνεται χιλιάδες πτυχιούχοι Ιατρικής, Πολυτεχνείου και Οικονομικών θα κουβαλάνε έναν δίσκο με καφέδες στο Μικέλ, θα τακτοποιούν τα ρούχα στο Ζάρα ή θα αφήνουν την Ελλάδα για πάντα. Η σπατάλη των δυνατοτήτων των Ελλήνων συνεχίζεται για χάρη ορισμένων προνομιούχων κομματικών σημαιοφόρων μιας γενιάς που πέρασε και δεν άφησε τίποτα όρθιο.

Ο Αλέξης Ραμπότας είναι φοιτητής Ιατρικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

8 Ιαν 2014

Οι δικαστές είναι πιο ίσοι από τους άλλους

Του Σταύρου Τσακυράκη*
Η υπ’ αριθ. 88/2013 απόφαση του λεγόμενου Μισθοδικείου, η οποία έκρινε ως αντισυνταγματικές τις μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών αποτελεί μνημείο για τις επόμενες γενιές. Περιορίζομαι προς το παρόν να μεταφέρω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

“Από τις προπαρασκευαστικές, όμως, εργασίες για την ψήφιση του ανωτέρω νόμου δεν συνάγεται ότι συντρέχει για την ανωτέρω μείωση άλλος λόγος από το γεγονός ότι οι μισθοί των δικαστικών λειτουργών, και ιδιαιτέρως των ανωτάτων βαθμών, ήταν μαθηματικώς, οι υψηλότεροι και ότι, ως εκ τούτου έπρεπε να μειωθούν, αναλογικώς, κατά μεγαλύτερο ποσοστό, ώστε να προστατευθούν όσοι “είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες”, όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής. Εν όψει, όμως του κύρους και της αποστολής των οργάνων της δικαστικής εξουσίας κατά το Σύνταγμα, και ιδιαιτέρως εκείνων που κατέχουν τους ανώτατους βαθμούς- λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψη ότι κατά το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος στον Πρόεδρο ενός εκ των Ανωτάτων Δικαστηρίων μπορεί να ανατεθεί, υπό τις οριζόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, η εντολή σχηματισμού Κυβερνήσεως για να διενεργήσει εκλογές- δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το κριτήριο, όπως το ανωτέρω είναι πρόσφορο για τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών τους.”

Σε απλά ελληνικά η απόφαση κρίνει ότι δεν είναι ορθό σε εποχή δεινής κρίσης οι περικοπές στους υψηλόβαθμους και καλύτερα αμειβόμενους να είναι μεγαλύτερες από εκείνες των (σχετικά) χαμηλόμισθων. Οι υψηλότεροι μαθηματικώς (πώς αλλιώς άραγε) μισθοί δεν πρέπει να περικοπούν περισσότερο με το συντριπτικό επιχείρημα ότι το Σύνταγμα, υπό προυποθέσεις, προβλέπει τη δυνατότητα να ανατεθεί σε Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου ο σχηματιμός κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι ακόμη πιο τρομερό:

¨Και τούτο διότι η νέα αυτή μείωση, συνδυαζόμενη προς την αναστολή, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως 1.8.2012, της χορηγήσεως μισθολογικής προαγωγής [...] και τις διάφορες φορολογικές επιβαρύνσεις (με την αύξηση φορολογικών συντελεστών, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, μείωση αφορολογήτου ορίου στο φόρο εισοδήματος, κλπ), οι οποίες επιβλήθηκαν στους φορολογούμενους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι δικαστικοί λειτουργοί, θα μπορούσε να δημιουργήσει σε αυτούς ανασφάλεια ως προς τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις φορολογικές και πάσης φύσεως οικονομικές υποχρεώσεις, ανειλημμένες πριν από την έναρξη της περικοπής των αποδοχών τους ή γεννηθείσες μεταγενεστέρως, και ανησυχία ως προς τις συνέπειες που τυχόν αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν στο κύρος αυτών των δικαστών και κατ’ επέκταση στο κύρος της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας, λαμβανομένου υπόψη ότι, λογω ακριβώς του λειτουργήματος που ασκούν, μη συνεπής εκ μέρους τους εκπλήρωση φορολογικών ή άλλης φύσεως οικονομικών υποχρεώσεων, εκτός από ποινικής, διοικητικής ή αστικής φύσεως συνέπειες, που μπορεί κατά νόμο να έχει, ενέχει ηθική απαξία, μεγαλύτερη δε από ό,τι έχει η μη εκπλήρωση τέτοιας φύσεως υποχρεώσεων από τους άλλους πολίτες, στους οποίους, άλλωστε, τάτοια συμπεριφορά εκ μέρους δικαστικών λειτουργών μπορεί να εμπνεύσει ανησυχία ως προς την ικανότητά τους να ασκήσουν με ανεξαρτησία και αμεροληψία τα καθήκοντά τους. Η ανασφάλεια δε και η ανησυχία αυτή, που προφανώς δεν συντελεί ώστε οι δικαστικοί λειτουργοί να είναι σε θέση να ασκούν απερίσπαστοι τα καθήκοντά τους και να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος επηρεασμού της ευθυκρισίας τους, επιτάθηκε ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι η μείωση των απδοχών τους θεσπίσθηκε με τον προαναφερθέντα νόμο 4093/2012 αναδρομικώς.»

Σε απλά ελληνικά οι περικοπές και οι φόροι μπορεί να επιβάλλονται στους άλλους αλλά όχι στους δικαστές, γιατί αυτό μπορεί να τους οδηγήσουν σε αδυναμία εκπλήρωσης των οικονομικών τους υποχρεώσεων (προγενέστερων ή μεταγενέστερων της κρίσης!!!). Η αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων με τις συνέπειες (ποινικές, διοικητικές, αστικές) που συνεπάγεται δεν είναι ίδια με των κοινών θνητών. Πλήττει το κύρος της δικαιοσύνης και υπάρχει κίνδυνος για την ευθυκρισία τους.
*Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

4 Ιαν 2014

Τι θα κάνουμε με αυτή την «κωλοχώρα»;


Του Σταύρου Θεοδωράκη, από τους protagon.gr
Μου αρέσει να κρυφακούω. Δεν ψάχνω βέβαια για μυστικά. Αλλά με ενδιαφέρουν οι συζητήσεις των ανθρώπων όταν νομίζουν ότι δεν τους ακούς. Οι παρεΐστικες εξομολογήσεις, δηλαδή. Και αυτές τις μέρες το έκανα λίγο παραπάνω. Τι συμπεράσματα έβγαλα; Όλοι -ή σχεδόν όλοι- έχουν καταλάβει τα λάθη μας. Ότι διαλέξαμε τους λάθους ανθρώπους να μας «εκπροσωπήσουν», ότι δεν βάλαμε φρένο στην εξαπάτησή μας, ακόμη και όταν εξελισσόταν ξεδιάντροπα μπροστά στα μάτια μας, ότι είπαμε «αυτή η κωλοχώρα δεν αλλάζει» και «σιγά μη βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα». Εντάξει, δεν το κάναμε όλοι με τον ίδιο κυνικό τρόπο -κάποιοι έδωσαν τις μάχες τους- αλλά μέρα με την ημέρα πλήθαιναν οι άνθρωποι που σκεφτόντουσαν: «Μήπως, για να πετύχω, πρέπει να παραβιάσω και εγώ τους κανόνες;».
Η συζήτηση όμως για το παρελθόν κάπου εδώ τελειώνει και αρχίζει η περιδίνηση για το μέλλον. «Πού πάμε»; Έλα ντε. Ο ένας είναι με τον Σαμαρά, ο άλλος με τον Τσίπρα. Με κρύα καρδιά όμως και οι δύο. Γιατί σε αντίθεση με την έπαρση των κομματικών επιτελείων, όλοι γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα δεν θα αλλάξει επειδή το 3% αυτών που ψήφισαν Σαμαρά θα ψηφίσουν «αύριο» Τσίπρα. Ο βράχος δεν είναι εύκολο να μετακινηθεί και στην Ευρώπη δεν θα μας πιστέψουν. Για να αλλάξει η ζωή μας, πρέπει να υπάρξει ξανά ζωή στις επιχειρήσεις, στα εργοστάσια, στα χωράφια, στα βουνά, στα σχολεία, στα αμφιθέατρα, στα μαγαζιά, στις θάλασσες, στην έρευνα, στα λιμάνια, τους δρόμους, τις πλατείες, τα βιβλιοπωλεία, τις υπηρεσίες, τις οικοδομές, τα ατελιέ (και αυτή τη φορά όχι μόνο στις βιτρίνες και στις πληρωμένες καταχωρήσεις των ΜΜΕ). Χάνει -ας το θεωρήσουμε δεδομένο- τις ευρωεκλογές ο Σαμαράς και κερδίζει τις εθνικές εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ (το φθινόπωρο ή τον Φεβρουάριο του ‘15 - με την προεδρική εκλογή). Με πόσο; 30%; Θέλετε 33%; Πόσοι ειλικρινά πιστεύουν ότι ένας ηγέτης του «εν τρίτου» θα αλλάξει «αυτή» την Ελλάδα και θα πείσει «αυτούς» τους συμμάχους να βοηθήσουν λίγο ακόμη (πείτε το «κούρεμα», πείτε το επιμήκυνση, η ουσία δεν αλλάζει). Ο Σαμαράς νόμιζε ότι του αρκούν τα συντηρητικά φιλαράκια του, άντε και ο Στουρνάρας. Τα ίδια έπαθαν και ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου. Έβλεπαν το τρένο να έρχεται και νόμιζαν ότι είναι εξπρές του Άι Βασίλη (για να πω και εγώ μια εορταστική μπαρούφα). Και τώρα είναι ο Τσίπρας που νομίζει ότι του φτάνουν οι σύντροφοι των συνιστωσών μαζί με τα καλόπαιδα του λαϊκού ΠΑΣΟΚ που ξέβρασε η κρίση. 
Οι «παρέες» όμως ξέρουν ότι για να γίνει «μια χώρα από την αρχή», πρέπει να το προσπαθήσουν πολλοί μαζί. Το 50%, το 60% της κοινωνίας. Μη γίνει λάθος. Δεν πιστεύω στη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας–ΣΥΡΙΖΑ που κάποια «κέντρα» υποδεικνύουν. Θα είναι μια κυβέρνηση συμψηφισμών σαν την οικουμενική του Ζολώτα που δεν κατάφερε και πολλά αν εξαιρέσετε ότι έφερε στο ίδιο υπουργικό τραπέζι τον Σαμαρά και τον Δραγασάκη (και αυτό για αστείο το έγραψα). Ποιος λοιπόν θα ξεσηκώσει την κοινωνία; Ποιος θα σπιρουνιάσει το άλογο; Το παλιό πολιτικό σύστημα πάντως δεν μπορεί. Το 94% των Ελλήνων δεν έχει εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (Ευρωβαρόμετρο) και το 41% συνεχίζει να θεωρεί καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον «Κανένα» και μόνο ένα 23% τον Σαμαρά και ένα 19% τον Τσίπρα (Metron Analysis, Δεκ 2013).
Έχω ακούσει πολλές φορές αυτές τις μέρες ότι για να αλλάξει η χώρα, αρκεί ο καθένας να κάνει καλά τη δουλειά του. Δεν το πιστεύω. Αυτά αφορούν την Ελβετία. Εδώ ό,τι και να «χτίζουμε», οι πολιτικοί «μας» (θα) το γκρεμίζουν. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει ένας ξεσηκωμός. Και κάποιοι να κάνουν ρεσάλτο στο σκάφος της πολιτικής. Όχι βέβαια για να γίνουν υπουργοί – ποιον δελεάζουν πια οι λιμουζίνες και τα τζιτζιφιόγκικα κουστούμια. Αλλά για να αλλάξουν τους κανόνες του παιγνιδιού.
«...Αντίθετα από τα συνέδρια τις συσκέψεις / αντίθετα από τις μυστικές αστυνομίες / από τους υπουργούς τις δεξιώσεις / αντίθετα στον πόλεμο» που λέει και ο ποιητής Κατσαρός.
Μπορούμε; Θα το τολμήσουμε;